μορφινομανία

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + -μανία < -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].