μουντζώνω
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
Greek Monolingual
και μουτζώνω (Μ μουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ.
1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία της μούντζας, φασκελώνω
2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και ψάξε για άλλη δουλειά»)
μσν.
1. αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά ή με ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση, εξευτελίζω
2. προσβάλλω, ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα].