μπάσιμο

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

το μπάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπάζω ή του μπαίνω
2. τόπος διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά
3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο
4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή
5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια.