μπουφές

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

ο
1. έπιπλο για τη φύλαξη επιτραπέζιων σκευών
2. τμήμα κέντρου αναψυχής, όπου σερβίρονται ποτά ή πρόχειρο φαγητό, κυλικείο
3. τραπέζι με μεζέδες οι οποίοι προσφέρονται σε γιορτή ή συγκέντρωση, κατά την οποία οι καλεσμένοι σερβίρονται μόνοι τους και τρώνε, συνήθως, όρθιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. buffet, λ. άγνωστης προέλευσης].