μυκόδερμα

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

το
βοτ. μύκητας που σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια τών ζυμούμενων ποτών και τών σακχαρούχων χυμών, χωρίς να προκαλεί αλκοολική ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycoderma (< μύκης «μύκητας» + δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].