μωλώνω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
και μολώνω
1. κατασκευάζω μώλο με πέτρες ή με προσχώσεις ή με κυβολίθους, για προστασία του λιμανιού ή του όρμου από τα κύματα, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μώλου, κατασκευάζω προκυμαία για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και για την εκφόρτωση και φόρτωση εμπορευμάτων
2. (κατ' επέκτ.) αποξηραίνω ρηχό τέλμα, έλος, αυλάκι κ.λπ. με επιχωμάτωση
3. (αμτβ.) (για αυλάκι, ρυάκι κ.λπ.) έχω προσχώσεις που παρεμποδίζουν τη ροή («εμώλωσε το αυλάκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μώλος (Ι) (για τον τ. μολώνω βλ. λ. μώλος [Ι])].