Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: μωμητής | Medium diacritics: μωμητής | Low diacritics: μωμητής | Capitals: ΜΩΜΗΤΗΣ |
Transliteration A: mōmētḗs | Transliteration B: mōmētēs | Transliteration C: momitis | Beta Code: mwmhth/s |
μωμητοῦ, ὁ, censurer, Hp.de Arte8.
[Seite 225] ὁ, der Tadler, Spötter, Sp.
μωμητής: ὁ, ὁ μωμούμενος τοὺς ἄλλους, μεταγεν.
μωμητής, ὁ (Α) μωμώμαι
αυτός που κατηγορεί ή επικρίνει.