μύξος

From LSJ

ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύξος Medium diacritics: μύξος Low diacritics: μύξος Capitals: ΜΥΞΟΣ
Transliteration A: mýxos Transliteration B: myxos Transliteration C: myksos Beta Code: mu/cos

English (LSJ)

ὁ,
A = μύξων, Ath.7.306f (quoting Arist.HA543b15).
II = μυωξός, Suid.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, = μυοξός, zw. ὁ, = μύξινος, Ath. VII, 306 f aus Arist. H. A. 5, 11, wo σμύξων steht u. v.l. μύξων ist.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson à peau visqueuse, lamproie.
Étymologie: μύξα.

Greek (Liddell-Scott)

μύξος: ὁ, ἴδε μύξων.

Greek Monolingual

(I)
μύξος, ὁ (Α)
μύξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον τ. μύξων, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόκκος - κόκκων)].
(II)
μύξος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «μυωξός».