διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: νᾰκύριον | Medium diacritics: νακύριον | Low diacritics: νακύριον | Capitals: ΝΑΚΥΡΙΟΝ |
Transliteration A: nakýrion | Transliteration B: nakyrion | Transliteration C: nakyrion | Beta Code: naku/rion |
[Seite 228] τό, dim. von νάκος, Hesych., der auch die Form νάκυρον hat.
νακύ(δ)ριον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) υποκορ. του νάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «δέρμα προβάτου» + υποκορ. κατάλ. -ύ(δ)ριον (πρβλ. λογύδριον, μελύδριον)].