ναυτοδίκης
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
ο (Α ναυτοδίκης)
νεοελλ.
αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ο οποίος είναι μέλος του ναυτοδικείου
αρχ.
στον πληθ. οἱ ναυτοδίκαι
δικαστές οι οποίοι εκλέγονταν τον μήνα Γαμηλιώνα και ήταν αρμόδιοι για την εκδίκαση ναυτικών υποθέσεων και ιδίως αυτών που σχετίζονταν με το εμπόριο, ενώ στην αρμοδιότητά τους ανήκαν και οι εγκλήσεις κατά τών μη γνήσιων πολιτών, οι οποίες λέγονταν γραφαὶ ξενίας και γραφαὶ δωροξενίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνοδίκης].