νεογέννητος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
νεογέννητον, gloss on νεογιλός, Phot.
German (Pape)
[Seite 241] = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
νεογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.
Greek Monolingual
και νιογέννητος, -η, -ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο
το νεογνό
2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γέννητος (< γεννῶ)].