νεόθηλος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
νεόθηλον, = νεοθηλής (fresh budding, sprouting, new-born)¹, A. Eu. 450.
German (Pape)
[Seite 242] = Vorigem, βοτόν, Aesch. Eum. 428.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jeune, frais.
Étymologie: νέος, θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
νεόθηλος: Aesch. = νεοθηλής I.
Greek (Liddell-Scott)
νεόθηλος: -ον, = νεοθηλὴς ΙΙ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 450.
Greek Monolingual
νεόθηλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νεοθηλής (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηλος (< θηλή), πρβλ. εύθηλος].
Greek Monotonic
νεόθηλος: -ον (θηλή), αυτός που μόλις άρχισε να δίνει γάλα, να θηλάζει, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νεό-θηλος, ον [θήλη]
just giving milk, Aesch.