νηπελέω

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπελέω Medium diacritics: νηπελέω Low diacritics: νηπελέω Capitals: ΝΗΠΕΛΕΩ
Transliteration A: nēpeléō Transliteration B: nēpeleō Transliteration C: nipeleo Beta Code: nhpele/w

English (LSJ)

to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.

Greek (Liddell-Scott)

νηπελέω: ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, εὐηπελής.

Greek Monolingual

νηπελέω (Α)
είμαι αδύνατος, αδυνατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων].

Frisk Etymological English

Meaning: be powerless
See also: s. ὀλιγηπελέων.

Frisk Etymology German

νηπελέω: {nēpeléō}
Meaning: machtlos sein
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Page 2,315

German (Pape)

(πέλομαι, vgl. εὐηπελέω und κακηπελέω), unvermögend, ohnmächtig sein, Hippocr. nach Galen., der ἀδυνατέω erkl.