ξενοδώτης
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
ξενοδώτου, ὁ, dub. sens., epithet of Dionysus, AP9.524.15.
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui procure des hôtes.
Étymologie: ξένος, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ξενοδώτης: гостеприимный (эпитет Диониса) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδώτης: -ου, ὁ, ὁ ξενίαν παρέχων, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.
Greek Monolingual
ξενοδώτης, ὁ (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δώτης (< δί-δωμι), πρβλ. ηπιο-δώτης, οινο-δώτης.
Greek Monotonic
ξενοδώτης: -ου, ὁ, οικοδεσπότης, ξενοδόχος, ξενιστής, επιθ. προσδιορισμός του Βάκχου, σε Ανθ.