ξυστροφύλαξ
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ, place or box for keeping ξῦστραι in, Artem.1.64.
German (Pape)
[Seite 283] ακος, ὁ, Behältniß für die ξύστρα, Artemid. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστροφύλαξ: ὁ, θήκη ἢ μέρος ἔνθα φυλάττονται ξύστρα, Ἀρτεμίδ. 1. 66.
Greek Monolingual
ξυστροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
θήκη ή μέρος για τη φύλαξη της ξύστρας του λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + φύλαξ.