ολόδροσος

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
πολύ δροσερός, γεμάτος δροσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + δρόσος (πρβλ. πολύδροσος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Π. Ραφτόπουλο].