οξυβελής
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
ὀξυβελής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή
2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια
3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.)
4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη
5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)
μηχανή για εξακόντιση βλημάτων σε περίοδο πολέμου
6. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυβελές
μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -βελής (< βέλος), πρβλ. ακροβελής].