οξυβελής

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

ὀξυβελής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή
2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια
3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.)
4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη
5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)
μηχανή για εξακόντιση βλημάτων σε περίοδο πολέμου
6. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυβελές
μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -βελής (< βέλος), πρβλ. ακροβελής].