οπισθοχώρηση

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η
1. κίνηση προς τα πίσω, υποχώρηση
2. στρ. σκόπιμη ή αναγκαία τακτική εγκατάλειψη κατεχόμενης θέσης και κίνηση προς τα πίσω, δηλαδή με κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην της επιθυμητής εξέλιξης της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοχωρώ. Η λ., στον λόγιο τ. οπισθοχώρησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].