οπλή

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source

Greek Monolingual

η (Α ὁπλή)
νεοελλ.
1. ζωολ. σκληρημένη υπερτροφία της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας που καλύπτει τα άκρα τών δακτύλων τών περισσοδάκτυλων, τών αρτιοδάκτυλων, τών προβοσκιδωτών και τών υρακοειδών θηλαστικών, που ονομάζονται και οπληφόρα
2. είδος προστατευτικού καλύμματος με το οποίο περιβάλλουν το πληγωμένο νύχι του αλόγου
αρχ.
1. το άσχιστο νύχι του αλόγου και του όνου
2. το σχιστό νύχι τών κερασφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὅπλον μια και η ὁπλή αποτελεί ένα είδος εξοπλισμού για τα πέλματα του ζώου. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το επίθ. -πλ-ός, -ή, -όν (< sm-pl-) και αποτελούσε αρχικά προσδιορισμό της λ. χηλή, αναφερόμενο μόνο στα άλογα. Η άποψη αυτή παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες εν σχέσει προς το αρκτ. φωνήεν ο·, το οποίο θα μπορούσε να εξηγηθεί ως σπάνια αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -m- της ρίζας sem- (πρβλ. άμα, εις) με -ο-, αντί του αναμενόμενου -α-].