Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπόσος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, -η, -ον)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος
3. τόσο πολύς, τόσο μεγάλος
4. ο οποίος, που («καὶ ἔστιν ἔπη μαντικὰ ὁπόσ' ἐπελεξάμεθα», Παυσ.)
5. (η δοτ. του ουδ. και το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
ὁπόσῳ και ὁπόσα
α) όσες ή πόσες φορές περισσότερο
β) κατά πόσους τρόπους («διαλογισώμεθα ὁπόσα ἡμῖν ὁ σοφιστὴς πέφανται», Πλάτ.)
6. φρ. «ἤρετο ὁπόσου» — ρώτησε με πόσο τίμημα, με ποια τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θ. yο-της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πόσος (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].