οστρύα
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
η (Α ὀστρύα και ὀστρύη και ὀστρυΐς και ὄστρυς)
γένος δένδρων με σκληρό ξύλο, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά σήμερα με την κοινή ονομασία οστρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές καταλήξεις: ὀστρ-ύα (πρβλ. ὀξύα), ὀστρυΐς, -ίδος με επίθημα -ιδ-, πιθ. δευτερογενές, και ὄστρυς (πρβλ. σίκυς). Πολλοί εντάσσουν τη λ. ὄστρυς, όπως και τη λ. σίκυς, σε μια σειρά δάνειων λέξων].