οσφύς

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀσφύς, -ύος, Α και ὀσφῡς)
1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ' ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς
ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει», Αριστοτ.)
2. το μέρος του σώματος μεταξύ της βάσης του θώρακα και τών λαγόνων, όπου μπαίνει η ζώνη
αρχ.
φρ. α) «ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος τινός» — ο γιος κάποιου (ΠΔ)
β) «περιζώννυσθαι τὴν ὀσφύν» — το να ζώνεται κανείς τον ζωστήρα και να βρίσκεται σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύς, που απαντά και σε άλλες ονομασίες μελών του σώματος (πρβλ. ιξύς, νηδύς). Οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η λ. είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. της λ. ὀστοῦν και β' συνθετικό το θ. φῦ- του ἔφυν ή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος σφυδῶν
ἰσχυρός προσκρούουν σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες. Εξίσου απίθανη φαίνεται και η σύνδεση της λ. με αβεστ. asču-. Το -, τέλος, του τ. είναι πιθ. προθεματικό φωνήεν].