Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οσφύς

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀσφύς, -ύος, Α και ὀσφῡς)
1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ' ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς
ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει», Αριστοτ.)
2. το μέρος του σώματος μεταξύ της βάσης του θώρακα και τών λαγόνων, όπου μπαίνει η ζώνη
αρχ.
φρ. α) «ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος τινός» — ο γιος κάποιου (ΠΔ)
β) «περιζώννυσθαι τὴν ὀσφύν» — το να ζώνεται κανείς τον ζωστήρα και να βρίσκεται σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύς, που απαντά και σε άλλες ονομασίες μελών του σώματος (πρβλ. ιξύς, νηδύς). Οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η λ. είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. της λ. ὀστοῦν και β' συνθετικό το θ. φῦ- του ἔφυν ή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος σφυδῶν
ἰσχυρός προσκρούουν σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες. Εξίσου απίθανη φαίνεται και η σύνδεση της λ. με αβεστ. asču-. Το -, τέλος, του τ. είναι πιθ. προθεματικό φωνήεν].