οἰνών
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
-ῶνος, ὁ, wine-cellar, X. HG 6.2.6, IG2². 1013.9, PSI 4.396.5 (iii BC); wine-shop, Timae. 60, cf. Gp. 7.7.6.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.
German (Pape)
ῶνος, ὁ, att. = οἰνεών; Xen. Hell. 6.2.4; Ath. XII.519; Inscr. 123.
Russian (Dvoretsky)
οἰνών: ῶνος ὁ винный погреб Xen.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9· οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D· οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.
Greek Monotonic
οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.