οἰωνόθροος
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
οἰωνόθροον, of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds,A.Ag.56(anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui retentit du chant des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, θρέω.
German (Pape)
γόος, von Vögeln ertönende, erhobene Klage, Aesch. Ag. 56.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνόθροος: издаваемый птицами, птичий (γόος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνόθροος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κραυγὴν τῶν πτηνῶν, οἰ. γόος, ἡ γοερὰ κραυγὴ τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 56.
Greek Monotonic
οἰωνόθροος: -ον, αυτός που ανήκει στην κραυγή των πουλιών, οἰωνοθρόος γόος, θρηνητική κραυγή των πουλιών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
οἰωνό-θρους, ουν,
of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds, Aesch.