πάντα

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

(I)
ΝΜ
επίρρ. πάντοτε, διαρκώς, ολοένα
νεοελλ.
φρ. α) «για πάντα» — για όλο τον υπόλοιπο χρόνο
β) «μια για πάντα» — για πρώτη και τελευταία φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που έχει σχηματιστεί από την αιτ. της αρχ. αντωνυμίας πας, παντός από τη φρ. (τὸν) πάντα (χρόνον)].
(II)
η, ΝΜ
βλ. μπάντα.
(III)
το
ζωολ. κοινή ονομασία δύο ειδών θηλαστικών της Ανατολικής Ασίας που ταξινομούνται μαζί λόγω των κοινών χαρακτηριστικών της οδοντικής τους δομής, της αρχιτεκτονικής του κρανίου, του σχήματος του πέους και του χρωματικού προτύπου (α. «μεγάλο πάντα» — κοινή ονομασία του σπάνιου είδους Αiluropoda melanoleuca, του οποίου επιζούν 1.000 μόνο άτομα στα δάση του Σετσουάν, που μοιάζουν με αρκούδα και τρέφονται αποκλειστικά με φύλλα και βλαστάρια από μπαμπού
β. «μικρό πάντα» ή «κόκκινο πάντα» — κοινή ονομασία του είδους Αilurus fulgens, που απαντά στα ανατολικά Ιμαλάια και στη Δυτική Κίνα και είναι νυκτόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. panda, από ιθαγενή ονομασία του Νεπάλ].
(IV)
το
ζωολ. είδος πτηνού της οικογένειας estrildidae, της τάξης στρουθιόμορφα, από τα πιο γνωστά και γοητευτικά ωδικά πουλιά, που είναι ιθαγενές των νήσων Ιάβα και Μπαλί, αλλ. ορυζοφάγος.
(V)
και παντᾴ Α
(αιολ. και δωρ. τ. αντίστοιχα) επίρρ. βλ. πάντη.