πάρορνις
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ῑθος, ὁ, ἡ, having ill omens, πόροι ill-omened voyages, A. Eu.770.
German (Pape)
[Seite 527] ιθος, wobei der Vogelflug ungünstig ist, unter ungünstigen Vorbedeutungen, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Aesch. Eum. 740, d. i. unglückliche Fahrt.
French (Bailly abrégé)
ιθος (ὁ, ἡ)
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, ὄρνις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-ορνις -ῑθος, als adj. met slechte voortekens.
Russian (Dvoretsky)
πάρορνις: ῑθος ὁ или ἡ происходящий под дурным предзнаменованием, несчастливый (πόροι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πάρορνῐς: -ῑθος, ὁ, ἡ, τὸ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρορνίθους πόρους Αἰσχύλ. Εὐμ. 770· ἴδε ἐν λέξ. ὅδιος.
Greek Monolingual
-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
δυσοίωνος («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρνις (πρβλ. δύσορνις)].
Greek Monotonic
πάρορνῐς: -ῖθος, ὁ, ἡ, αυτός που λαμβάνει κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πάρ-ορνῐς, ῑθος, ὁ, ἡ,
ill-omened, Aesch.