πάρτι
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
Greek Monolingual
το
άκλ. συγκέντρωση γνωστών και φίλων για διασκέδαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. party < παλαιότερο αγγλ. partie «μερίδιο, μέρος» < αρχ. γαλλ. partie, θηλ. της μτχ. του ρ. partir «μοιράζω»].