πανστρατιά
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Middle Liddell
παν-στρατιά, Ionic πανστρατιή, ἡ,
a levy of the whole army, πανστρατιᾶς γενομένης Thuc.: elsewhere only in dat. πανστρατιᾷ as adv., with the whole army, Hdt., Thuc.; cf. πανσυδίῃ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
réunion de toute l'armée, seul. au gén. abs. πανστρατιᾶς γενομένης THC l'armée toute entière étant survenue ; ou au dat. adv. πανστρατιᾷ THC, ion. πανστρατιῇ HDT avec toute l'armée.
Étymologie: πᾶν, στρατιά.
Russian (Dvoretsky)
πανστρᾰτιά: ион. πανστρατιή ἡ войско в полном составе: πανστρατιᾶς γενομένης Thuc. так как было собрано всеобщее ополчение; πανστρατιᾷ Thuc., Her. со всей армией.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανστρατιά -ᾶς, ἡ, Ion. πανστρατιή [πᾶς, στρατία] compleet leger, totaalleger:. ἅτε πανστρατιᾶς ξένων... καὶ ἀστῶν γενομένης omdat het een totaalleger was van vreemdelingen en burgers Thuc. 4.94.1; πανστρατιᾷ met het hele leger Thuc. 2.5.1.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας
νεοελλ.
κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού
αρχ.
(η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ
με όλο το στράτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + στρατιά.
Greek Monotonic
πανστρατιά: Ιων. -ιή, ἡ, επιστράτευση ολόκληρου του εκστρατευτικού σώματος, πανστρατιᾶς γενομένης, σε Θουκ.· αλλού μόνο σε δοτ., πανστρατιᾷ ως επίρρ., με όλο το στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρβλ. πανσυδίῃ.
Lexicon Thucydideum
tumultuaria militia, irregular troops, 4.94.1,
cum universo exercitu, with the whole army, 2.5.1, 2.31.1, 2.31.3. 3.95.3. 4.1.3, 4.66.1. 4.72.1, 5.57.2. 5.60.3. 6.7.2, 7.1.3, [plurimi codd. very many manuscripts στρατιᾷ] 7.2.2, 8.55.3.