στρατία

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monotonic

στρᾰτία: Ιων. -ιή, , = στρατός,
I. 1. στράτευμα, στρατιά, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., η κατά ξηράν στρατιωτική δύναμη, αντίθ. προς το ναυτικό, σε Ηρόδ.
2. γενικά, στρατιωτική δύναμη, λόχος, τάγμα, σε Πίνδ.
II. = στρατεία, εκστρατεία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

στρᾰτία, Ionic -ιή, ἡ, = στρατός
I. an army, Aesch., Thuc., etc.: absol. a land force, as distinguished from a fleet, Hdt.
2. generally, a host, company, band, Pind.
II. = στρατεία, an expedition, Ar., Thuc.