παράδοση
Greek Monolingual
η / παράδοσις, -όσεως, ΝΜΑ παραδίδω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραδίδω, η απόδοση (α. «έγινε η παράδοση του εμπορεύματος» β. «η παράδοση του ταμείου» γ. «ἡ παράδοσις τῶν χρημάτων», Αριστοτ.)
2. η παραχώρηση, η μεταβίβαση της εξουσίας κυρίως στον νόμιμο διάδοχο (α. «η παράδοση της προεδρίας» β. «ἡ παράδοσις τῆς βασιλείας», Πλούτ.)
3. η διά μέσου τών γενεών μετάδοση στους μεταγενεστέρους, προφορικώς κυρίως αλλά και γραπτώς, ηθών, εθίμων, δοξασιών, διδαχών κ.λπ. («διδασκαλία καὶ παράδοσις λεγέσθω τίνα τρόπον χρὴ πράττειν ἕκαστα», Πλάτ.)
4. το σύνολο τών από στόματος σε στόμα και από γενεάς σε γενεά διασωθέντων μέχρι σήμερα ηθών και εθίμων
5. η διδασκαλία, η μετάδοση γνώσεων («οι παραδόσεις του καθηγητή θα αρχίσουν την επόμενη εβδομάδα»)
6. η αναγνώριση της ήττας και η υποταγή στον εχθρό, η υποδούλωση («[πόλεις] εἰληφότας... τὰς μὲν κατὰ κράτος τὰς δὲ ἐκ παραδόσεως», Πολ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι παραδόσεις
μυθικές διηγήσεις που πλάθονται από τον λαό και συνδέονται με ορισμένα φυσικά φαινόμενα, τόπους και πρόσωπα και οι οποίες πιστεύονται ως αληθινές
2. φρ. «ιερά παράδοση» — η μία από τις δύο πηγές της χριστιανικής θρησκείας η οποία, μαζί με την Αγία Γραφή, αποτελεί το βάθρο της χριστιανικής διδασκαλίας και η οποία περιλαμβάνει διδάγματα του Ιησού και τών αποστόλων
αρχ.
η υπαγωγή ενός ατόμου σε κάποιον εντεταλμένο για τιμωρία.
Translations
tradition
Afrikaans: tradisie; Albanian: traditë, gojdhânë; Arabic: تَقْلِيد; Armenian: ավանդույթ; Assamese: পৰম্পৰা; Asturian: tradición; Azerbaijani: ənənə, adət-ənənə; Bashkir: ғөрөф-ғәҙәт, ғәҙәт, йола, традиция; Basque: tradizio; Belarusian: традыцыя; Bengali: ঐতিহ্য, রীতি, প্রথা, তমদ্দুন, রসম, রেওয়াজ; Bulgarian: традиция; Burmese: ပဝေဏီ, ဓလေ့; Catalan: tradició; Chechen: ламаст; Chinese Cantonese: 傳統/传统; Hakka: 傳統/传统; Mandarin: 傳統/传统; Min Dong: 傳統/传统; Min Nan: 傳統/传统; Wu: 傳統/传统; Czech: tradice; Danish: tradition, overlevering; Dutch: traditie; Esperanto: tradicio; Estonian: traditsioon, tava, komme, pärimus; Finnish: perimätieto, perinne, traditio; French: tradition; Georgian: ტრადიცია, ჩვეულება, წეს-ჩვევა; German: Tradition, Überlieferung, Urüberlieferung; Greek: παράδοση; Ancient Greek: παράδοσις; Gujarati: પરંપરા; Hebrew: מסורת \ מָסֹרֶת; Hindi: परंपरा, रस्म; Hungarian: hagyomány, tradíció; Icelandic: hefð; Ido: tradiciono; Indonesian: tradisi, adat; Irish: traidisiún; Italian: tradizione; Japanese: 伝統; Kannada: ಸಂಪ್ರದಾಯ; Kazakh: салт-дәстүр, әдет-ғұрпы, салт, дәстүр; Khmer: ប្រពៃណី, ប្រវេណី, បវេណី; Korean: 전통(傳統); Kurdish Northern Kurdish: kevneşopî, tradîsyon; Kyrgyz: традиция, адат, салт, каада-салт; Lao: ປະເພນີ, ທັມນຽມ, ຈາລີດ; Latin: consuetudo, traditio; Latvian: paraža, tradīcija; Lithuanian: tradicija; Low German: Traditschoon; Luhya: butamaduni; Luxembourgish: Traditioun; Macedonian: традиција, предание; Malay: tradisi, adat; Malayalam: പാരമ്പര്യം; Maltese: tradizzjoni; Marathi: परंपरा; Mari Eastern Mari: йӱла; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: уламжлал; Nepali: परम्परा, चलन; Norwegian Bokmål: tradisjon, overlevering; Nynorsk: tradisjon, overlevering; Ottoman Turkish: عنعنه; Pali: paveṇi; Pashto: دود, عنعنه, چوچ; Persian: سُنَّت, آیین, تَراداد, رَسْم; Polish: tradycja; Portuguese: tradição; Punjabi: ਪਰੰਪਰਾ; Romanian: tradiție, datină; Russian: традиция, предание; Rusyn: траді́ція; Sanskrit: परम्परा, सम्प्रदाय, पारम्पर्य, आगम, स्मृति; Scots: tradeetion; Scottish Gaelic: dualchas, beul-aithris, beul-oideas, seachadas; Serbo-Croatian Cyrillic: тра̀дӣција, предање; Roman: tràdīcija, predánje; Sinhalese: චාරිත්රය; Slovak: tradícia; Slovene: tradicija; Spanish: tradición; Swahili: tamaduni, itikadi, utamaduni, tabia, desturi; Swedish: tradition; Tagalog: kamihasnan, kaugalian, pinamulihan, tradisyon; Tajik: анъана, суннат, расм; Tamil: பாரம்பரியம்; Telugu: సంప్రదాయం; Thai: ประเพณี, แบบแผน, ธรรมเนียม, จารีต; Tibetan: ལུགས་སྲོལ; Turkish: gelenek, töre, tradisyon; Turkmen: dessur, däp-dessur, däp, ýörelge; Ukrainian: традиція; Urdu: رِوایَت, حَدِیث, رِواج, سُنَّت, رَسْم; Uyghur: رەسىم, ئەنئەنە, ترادىتسىيە; Uzbek: anʼana, rasm, traditsiya; Vietnamese: sự truyền miệng, phong tục, truyền thống; Walloon: uzance; Welsh: traddodiad; Yiddish: מסורה, מעסוירע, טראַדיציע; Zazaki: dode