διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
και παρακατινός, -ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση
2. ο κατώτερος ως προς την αξία, ικανότητα ή ποιότητα
3. (για πρόσ. με υποτιμ. σημ.) αυτός που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
4. μτφ. φτηνός, ταπεινός, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω + κατάλ. -ι(α)νός].