παραπλάσσω

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάσσω Medium diacritics: παραπλάσσω Low diacritics: παραπλάσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: paraplássō Transliteration B: paraplassō Transliteration C: paraplasso Beta Code: parapla/ssw

English (LSJ)

Att. παραπλάττω,
A transform, in fut. Med. -πλάσομαι S.E.M.1.208:—Pass., receive another form, Hero Spir.1 Prooemia
II Med., append, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.M.5.70, cf. Phld.Rh.1.6S.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon

Russian (Dvoretsky)

παραπλάσσω: атт. παραπλάττω (преимущ. med.)
1 присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);
2 преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταπλάσσω, μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., λαμβάνω ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. περιγράφω τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.

Greek Monolingual

και παραπλάττω ΜΑ
μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)
αρχ.
μέσ. παραπλάττομαι
προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].