παρασιωπώ
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
-άω και -έω, ΝΑ
παρέρχομαι, αποσιωπώ ηθελημένα, αποφεύγω σκόπιμα να αναφέρω κάτι
αρχ.
1. τηρώ σιγή, σωπαίνω
2. αγνοώ, παραβλέπω, κάνω τα στραβά μάτια
3. αδιαφορώ, γυρίζω την πλάτη σε ικέτη
4. (για γραπτό κείμενο) αφήνω έξω χωρίο, απόσπασμα
5. (για τον χορό δράματος) στέκομαι, παραστέκομαι σιωπηλά.