παρθένια
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
τά, signs of virginity, LXX De.22.15; τὰ π. μου my virginity, of Jephthah's daughter, ib.Jd.11.37.
German (Pape)
[Seite 521] τά, 1) = παρθένεια. – 2) Zeichen der Jungfrauschaft, LXX. S. παρθένιος.
Russian (Dvoretsky)
παρθένια: τά Pind., NT = παρθένεια.
Greek (Liddell-Scott)
παρθένια: (ἐξυπ. μέλη) τά, ᾄσματα ᾀδόμενα ὑπὸ παρθένων πρὸς αὐλόν, (αὐλὸς παρθένιος) μετὰ χοροῦ, τούτων δὲ λείψανα εὕρηνται ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 62-70, Ἀλκμᾶνι 12 κἑξ.˙ πρβλ. Μυλλέρου Ἑλλ. Φιλολογ.: οὕτω καὶ παρθένεια, Ἀριστοφ. Ὄρν. 919. ΙΙ. σημεῖα παρθενίας, «παρθενιά», Ἑβδ. (Δευτ. ΚΒ΄, 15)˙ τὰ παρθένιά μου, ἡ παρθενία μου, ἐπὶ τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰεφθάε, Ἑβδ. (Κριταὶ ΙΑ΄, 37).
English (Thayer)
παρθενίας, ἡ (πυρθενος), virginity: Pindar, Aeschylus, Euripides, Diodorus, Plutarch, Herodian, others (cf. Field, Otium Norv. pars 3:at the passage).)
Greek Monolingual
τὰ, Α
1. λυρικά χορικά άσματα, τα παρθένεια, βλ. παρθένειος
2. τα σημεία που χαρακτηρίζουν την παρθενία μιας γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουδ. του επιθ. παρθένιος.
Greek Monotonic
παρθένια: (ενν. μέλη), τά, χορικά άσματα που ψάλλονταν από παρθένες με συνοδεία αυλού (αὐλὸς παρθένιος), σε Πίνδ.· ομοίως, παρθένεια, τά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
παρθένια (sc. μέλἠ, τά songs sung by maidens to the flute (αὐλὸς παρθένιοσ) Pind.; so παρθένεια, ων, τά, Ar.