πειθοδικαιόσυνος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
πειθοδικαιόσυνον, pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.
Spanish
defensor de la causa de la justicia
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.
Léxico de magia
-ον defensor de la causa de la justicia de Hermes Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ... λόγων ἀρχηγέτα γλώσσης, πειθοδικαιόσυνε Hermes, señor del universo, creador de las palabras de la lengua, defensor de la causa de la justicia P V 403 P VII 670 P XVIIb 3