περιαγνίζω
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
purify all round, τὰ ἱερὰ ὕδατι D.H.7.72, cf. Plu.2.974c; δᾳδίοις τινά Luc.Nec.7, etc.
German (Pape)
[Seite 567] ringsum abwaschen oder reinigen; ὕδατι, D. Hal. 7, 72; Plut. de sol. anim. 20; δᾳδί, Luc. Necyom. 7.
French (Bailly abrégé)
purifier tout autour.
Étymologie: περί, ἁγνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-αγνίζω een reinigingsritueel uitvoeren, rondom reinigen.
Russian (Dvoretsky)
περιαγνίζω: очищать кругом, обмывать Plut., Luc.
Greek Monolingual
Α
καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀγνίζω «καθαρίζω»].
Greek Monotonic
περιαγνίζω: μέλ. -σω, εξαγνίζω τα πάντα ολόγυρα μου, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιαγνίζω: ἐξαγνίζω ὁλόγυρα, τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι Διον. Ἁλ. 7. 92, πρβλ. Πλούτ. 2. 974C· περιήγνισε δᾳδίοις καὶ σκίλλῃ Λουκ. Νεκυομ. 7, κτλ.