περικάλυμμα

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάλυμμα Medium diacritics: περικάλυμμα Low diacritics: περικάλυμμα Capitals: ΠΕΡΙΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: perikálymma Transliteration B: perikalymma Transliteration C: perikalymma Beta Code: perika/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό, covering, garment, Pl.Plt. 279d: metaph., pretext, Ph.1.608 (pl.).

German (Pape)

[Seite 578] τό, Decke od. Bedeckung durch etwas Herumgelegtes, Plat. Polit. 279 d.

Russian (Dvoretsky)

περικάλυμμα: ατος (κᾰ) τό покрывало, покров (σκεπάσματα καὶ περικαλύμματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

περικάλυμμα: τό, κάλυμμα, ἔνδυμα, Πλάτ. Πολιτ. 279D.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικαλύπτω
καθετί που περιβάλλει, που καλύπτει ολόγυρα κάτι, περίβλημα, κάλυμμα, σκέπασμα
αρχ.
1. ένδυμα
2. μτφ. πρόσχημα.