πεττεία
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
πεττευτής, πεττεύω, πεττός, Att. for πεσσεία, etc.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt πεσσεία u. s. w.
French (Bailly abrégé)
att. c. πεσσεία.
Greek (Liddell-Scott)
πεττεία: -ευμα, -ευτής, εύω, πεττός, Ἀττ. ἀντὶ πεσσεία, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. πεσσεία.
Greek Monotonic
πεττεία: -ευμα, -εύω, πεττός, Αττ. αντί πεσσεία κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεττεία -ας, ἡ, Ion. πεσσεία [πεττεύω] pettos-spel (strategisch bordspel, een soort triktrak of backgammon).