πλέγω

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

(I)
και πλέκω και πλέχω ΝΜ
πλέω, επιπλέω, κολυμπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπλεξα < ἔπλευσα / ἔπλεψα (με ανομοιωτική τροπή του -ψ- σε -ξ-) αόρ. του πλέω (πρβλ. παύω: έπαυσα / έπαψα), κατά το σχήμα: άνοιξα - ανοίγω].
(II)
Ν
(διαλ. τ.) βλ. πλέκω.