πλίξ

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλίξ Medium diacritics: πλίξ Low diacritics: πλιξ Capitals: ΠΛΙΞ
Transliteration A: plíx Transliteration B: plix Transliteration C: pliks Beta Code: pli/c

English (LSJ)

ἡ, Dor. word for βῆμα,
A step, Sch.Od.6.318, Sch.Ar.Ach. 217.
II pelvis, Sch.Ar.1.c.

German (Pape)

[Seite 637] adv.; dafür ist ἀμφιπλίξ gebräuchlicher. ἡ, = πλίγμα; Schol. Ar. Ach. 217; Suid. erkl. τὸ βῆμα, auch τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς εἰς τὸν λιχανὸν δάκτυλον διάστημα, die Spanne; auch πλίξις geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

πλίξ: ἡ, Δωρ. λέξις = βῆμα (ποδός), Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. «τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν ὀστοῦν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. καὶ Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 146.

Greek Monolingual

-ιχός, ἡ, Α
1. (δωρ. τ.) βήμα
2. η πύλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλιχ-ς < θ. πλιχ- του πλίσσω «βηματίζω»).