πολυθαμβής

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυθαμβής Medium diacritics: πολυθαμβής Low diacritics: πολυθαμβής Capitals: ΠΟΛΥΘΑΜΒΗΣ
Transliteration A: polythambḗs Transliteration B: polythambēs Transliteration C: polythamvis Beta Code: poluqambh/s

English (LSJ)

πολυθαμβές, much frighted or astonished, ib.418, al.

German (Pape)

[Seite 663] ές, sehr erschrocken, Nonn. D. 14, 513.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠθαμβής: -ές, ὁ κατάπληκτος ἐκ πολλοῦ θάμβους, Νόνν. Δ. 14, 418. κτλ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πολύ έκθαμβος, πολύ κατάπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -θαμβής (< θάμβος, το «κατάπληξη»), πρβλ. μεγαθαμβής].