πολυχεύμων

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχεύμων Medium diacritics: πολυχεύμων Low diacritics: πολυχεύμων Capitals: ΠΟΛΥΧΕΥΜΩΝ
Transliteration A: polycheúmōn Transliteration B: polycheumōn Transliteration C: polycheymon Beta Code: poluxeu/mwn

English (LSJ)

πολυχεύμον, gen. ονος, strong-flowing, πηγή Lib.Ep. Basil.19.1.

German (Pape)

[Seite 677] ωνος, viel oder reichlich strömend; Schol. Theocr. 7, 6; Eumath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχεύμων: -ον, ὁ χεόμενος ἀφθόνως, πολύρρυτος, Βασίλ.

Greek Monolingual

-ύχευμον, ΜΑ
αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτοςπολυχεύμων πηγή», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυχεύμων].