πολύκνισος

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κνῑσος Medium diacritics: πολύκνισος Low diacritics: πολύκνισος Capitals: ΠΟΛΥΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: polýknisos Transliteration B: polyknisos Transliteration C: polyknisos Beta Code: polu/knisos

English (LSJ)

πολύκνισον, (κνῖσα) steaming, ἑκατόμβη A.R.3.880, cf. Tryph.446.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκνῑσος: -ον, (κνῑσα) ὁ πολλὴν κνῖσαν ἀναδίδων πολυκνίσου ἑκατόμβης Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 880.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αναδίδει πολλή κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κνισος (< κνῖσα «τσίκνα»), πρβλ. άκνισος].