πολύσωρος

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσωρος Medium diacritics: πολύσωρος Low diacritics: πολύσωρος Capitals: ΠΟΛΥΣΩΡΟΣ
Transliteration A: polýsōros Transliteration B: polysōros Transliteration C: polysoros Beta Code: polu/swros

English (LSJ)

πολύσωρον, rich in heaps of corn, of Demeter, AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen od. großen Getreidehaufen, Beiname der Demeter, Add. 1 (VI, 258).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fournit d'abondants monceaux (de blé).
Étymologie: πολύς, σωρός.

Russian (Dvoretsky)

πολύσωρος: богатый грудами хлеба, изобилующий зерном (Δημήτηρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσωρος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθόνους σωροὺς σίτου, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀνθ. Π. 6. 258.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.

Greek Monotonic

πολύσωρος: -ον, πλούσιος σε σωρούς σιταριού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-σωρος, ον,
rich in heaps of corn, Anth.