πραγματογνώμονας

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
(νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -γνώμονας (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρογνώμονας. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματογνώμων, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].