προέλευση
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
η / προέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ.
γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)
νεοελλ.
τόπος, αρχή, αφετηρία από όπου ξεκινά ή προέρχεται κανείς ή κάτι (α. «η προέλευση τών εμπορευμάτων» β. «η αεροπορική πτήση με προέλευση το Παρίσι ματαιώθηκε...»)
μσν.
1. δημόσια εμφάνιση, το να κυκλοφορεί κανείς στους δρόμους
2. δημόσια εμφάνιση, ενδυμασία
3. λειτουργική πομπή («τῆς προελεύσεως καὶ τῆς ἐν τῷ θείω θυσιαστηρίῳ θείας εἰσόδου», Γρηγέντ.)
4. προαγωγή («ἡ εἰς τὴν προεδρίαν προέλευσις», Ιωανν. Μόσχ.)
5. το να έλθει κάποιος πριν από κάποιον άλλο («προέλευσις ἣν προελήλυθεν... Χριστοῦ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», Ιουστίν.)
μσν.-αρχ.
η προς τα εμπρός κίνηση, το να προχωρεί κανείς, να πηγαίνει μπροστά («ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι ἐκ τοῦ παλατίου», Ιωάνν. Τζέτζ.)
αρχ.
1. κατά σειρά εμφάνιση
2. ταραχή, ταλαιπωρία («παραμύθον τῆς προελεύσεώς μου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. μετέλευσις, παρέλευσις)].