προαποστέλλω
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
English (LSJ)
send away, dispatch beforehand or in advance, Th.4.77, J.BJ1.17.2, Plu.Arat.6:—Pass., to be sent in advance, Th.3.112: aor. part. προαποσταλέντες PEleph.28.6 (iii B.C.), Plb.3.45.1: plpf. προαπέσταλτο App.BC4.20: also c. gen., προαποσταλῆναι τῆς ἀποστάσεως, = ἀποσταλῆναι πρὸ τῆς ἀ., Th.3.5.
German (Pape)
[Seite 708] vorher wegschicken; προαποσταλείς Thuc. 3, 112, u. öfter; κήρυκα, Dem. 19, 163; οἱ προαποσταλέντες ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 45, 1.
French (Bailly abrégé)
faire partir auparavant ; Pass. être envoyé d'avance ou avant, gén..
Étymologie: πρό, ἀποστέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.
Russian (Dvoretsky)
προαποστέλλω: высылать (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; ὁ προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
στέλνω κάποιον ή κάτι πριν από τη δική μου μετάβαση ή πριν από κάποιο γεγονός.
Greek Monotonic
προαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω μακριά, αποστέλλω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· αλλά, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προαποστέλλω: μέλλ. -στελῶ, ἀποστέλλω πρότερον ἢ προηγουμένως, ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀλλά, προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, αὐτόθι 5.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.