προδοτικός
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
προδοτική, προδοτικόν, traitorous, Luc.Cal.13; τὸ π. χρυσίον a traitor's hire, Plu.2.668a, Ath.8.343e; treacherous, π. συνθῆκαι J.BJ2.21.3; δῆμος Phalar.Ep.77.2. Adv. προδοτικῶς Luc.Tim.36.
German (Pape)
[Seite 717] ή, όν, verrätherisch, Luc. Calumn. 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de traître ou de trahison.
Étymologie: προδότης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδοτικός -ή -όν [προδίδωμι] verraderlijk.
Russian (Dvoretsky)
προδοτικός:
1 замышляющий измену (ὁ τυραννικός Luc.);
2 полученный ценой измены, уплаченный предателю (τὸ χρυσίον Plut.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / προδοτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προδότης
αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει ή ανήκει στον προδότη ή στην προδοσία
αρχ.
φρ. α) «προδοτικαὶ συνθῆκαι» — ύπουλες, επίβουλες συνθήκες
β) «τὸ προδοτικὸν χρυσίον» — τα αργύρια της προδοσίας, η αμοιβή του προδότη («ἐκ τοῦ προδοτικού χρυσίου πόρνας καὶ ἰχθῡς ἠγόραζεν», Αθήν.).
επίρρ...
προδοτικώς ΝΜΑ και προδοτικά Ν
κατά τρόπο που αρμόζει σε προδότη (α. «φέρεται προδοτικά» β. «ἀπίστως καὶ προδοτικῶς», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
προδοτικός: -ή, -όν, προδοτικός, εξαπατητικός, παραπλανητικός, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προδοτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς προδότην ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, Λουκ. περὶ Διαβολῆς 13· τὸ χρυσίον, ὁ μισθὸς τοῦ προδότου, Πλούτ. 2. 668Α, πρβλ. Ἀθήν. 343Ε, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Λουκ.
Middle Liddell
προδοτικός, ή, όν [from προδότης
traitorous, Luc.