προεκκλύζω
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
rinse out first, Gal.11.132, Androm. ap.eund.12.631, Apollon.ib.647.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκλύζω: ἐκπλύνω τι πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 387.
Greek Monolingual
Α
ξεπλένω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»].