Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: προμολεῖν | Medium diacritics: προμολεῖν | Low diacritics: προμολείν | Capitals: ΠΡΟΜΟΛΕΙΝ |
Transliteration A: promoleîn | Transliteration B: promolein | Transliteration C: promolein | Beta Code: promolei=n |
v. προβλώσκω.
inf. ao.2 de προβλώσκω.
προμολεῖν: ἴδε προβλώσκω.
προμολεῖν: απαρ. αορ. βʹ του προβλώσκω.
προμολεῖν inf. aor., zie προβλώσκω.